φριζάρω

φριζάρω
Ν
σγουραίνω, κατσαρώνω τα μαλλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. friser «βοστρυχίζω, κατσαρώνω τα μαλλιά»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φριζάρω — φριζάρισα, φριζαρίστηκα, φριζαρισμένος (λ. γαλλ.), μτβ., πλέκω σε βοστρύχους, κατσαρώνω τα μαλλιά, τα σγουρώνω, τα οντουλάρω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φριζάρισμα — το, Ν [φριζάρω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού φριζάρω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”